- φαφλατάδικος
- η , ο болтливый, невоздержанный на язык
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαφλατάδικος — η, ο, Ν αυτός που ταιριάζει σε φαφλατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαφλαταδ τού πληθ. φαφλατάδες τού φαφλατάς + κατάλ. ικος] … Dictionary of Greek
φαφλατάδικος — η, ο αυτός που ταιριάζει σε φαφλατά (βλ. λ.), φλύαρος: Φαφλατάδικα λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)